Yorgos Seferis | Seis Poemas

By | 20:01 1 comment

έξι ποιήματα1

Versiones Directas del griego de Luis Alberto Vittor
Universidad Argentina John F. Kennedy


Copyright © 2015 de la Traducción Ediciones del Timonel
Todos los derechos reservados







1. Ρίμα

Χείλια, φρουροί της αγάπης μου που ήταν να σβήσει
χέρια, δεσμά της νιότης μου που ήταν να φύγει
χρώμα προσώπου χαμένου κάπου στη φύση
δέντρα… πουλιά… κυνήγι…

Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι
κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη…
(Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).



1. RIMA

Labios, guardianes de mi amor que va extinguiéndose
manos, ligaduras de mi juventud que va escapándose
color de un rostro perdido en algún lugar de la naturaleza
árboles... pájaros... caza...

Cuerpo, uva negra al sol ardiente
cuerpo, opulento navío, ¿adónde vas?
Es el momento de asfixiar la cobardía
Y cansado voy buscando las sombras...

(Nuestra vida va mermando cada día.)






2. Άρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.



2. NEGACIÓN

En una playa secreta
Blanca como una paloma
Estuvimos sedientos al mediodía;
pero el agua era salobre.

Sobre la arena dorada
Escribimos su nombre;
pero la brisa del mar soplaba
y lo escrito se borró.

Con qué espíritu, qué corazón,
Con qué deseos, qué pasión
Vivimos nuestra vida: ¡qué error!
Y así cambiamos de vida.





3. Στροφή

Στιγμή, σταλμένη απο ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι
Ο δρόμος άσπριζε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα του μυστικού δείπνου
Στιγμή σπυρί της άμμου,
που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Υδρα
στο ουράνιο περιβόλι


3. ESTROFA 

Instante, venido de una mano
que tanto había amado,
me alcanzó casi al anochecer,
como una paloma negra.

Blanqueaba ante mí la carretera,
Efluvio tenue de un sueño
Al final de un festín secreto...
Instante, grano de arena

Solitario te mantuviste en el conjunto
De la trágica clepsidra
En silencio, como si hubieras visto a la Hidra
En el jardín del cielo.



4. Κυριακή

Δυο βαριά άλογα και ένα αργό αμάξι, αυτό ή κάτι
άλλο, έξω από το παράθυρό μου στο δρόμο
αυτός ο θόρυβος.
Σε λίγο θα ’χει νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζει ακόμη
ένα αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα.
Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα;
Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.

Λονδίνο, καλοκαίρι 1933



4. DOMINGO


Dos pesados caballos y un carruaje lento, eso o algo así, al otro
lado de la ventana, en la calle
ése es el ruido.
Pronto oscurecerá; veo un frontispicio recargado de estatuas mutiladas
Que no dejan de mirarme.
¿Cuánto pesan las estatuas?
Prefiero una gota de sangre a un vaso de tinta.

Londres, verano 1933




5. Οι Σύντροφοι στον Αδη

Νήπιοι, οι κατα βούς Υπερίονος Ηελίοιο
ήσθιον αυτάρ ο τοίσιν οφείλετο νόστιμον ήμαρ
~Οδύσσεια

Αφού μάς μέναν παξιμάδια
τι κακοκεφαλιά
να φάμε στήν ακρογιαλιά
του Ηλιου τ αργά γελάδια
που το καθένα κι ένα κάστρο
για να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πάς
να γίνεις ήρωας κι άστρο
Πεινούσαμε στής γής τήν πλάτη
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι




5. COMPAÑEROS EN EL HADES


«Devoraron las vacas del Sol Hiperion e, irritada
la deidad, los privó de la luz del regreso».
Odisea

Dado que aún teníamos algo de bizcochos
Qué tosquedad
Comernos  a la orilla del mar
Las lentas vacas del Sol

¡Si cada una eran como una fortaleza
Y hubiéramos tenido que luchar
Durante cuarenta años para tomarlas
Y convertirnos en héroes y estrellas!

Pasamos hambre sobre el  lomo de la tierra;
Más luego de saciarnos bien
Caímos hasta lo más bajo
Ignorantes, pero repletos.




6. Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους


Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους·
πως να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών
γι' αυτό σωπαίνουν
ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν
παρά δήμον ονείρων, παρά δήμον ονείρων.

Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω
κι α φωνάξω —
Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή
σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας
ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.

Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος
οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους
και το φλασκί των ανέμων αδειάζει.
Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει·
ξυπνώ
σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στα χάσματα της αστραπής,
κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τ' ανθρώπινα σώματα,
κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας
στην αξεδίψαστη γης
συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,
θα 'λεγες είναι φορτωμένοι σ' ένα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλ¬ντερίμια,
οι αγάπανθοι τ' ασφοδίλια των νέγρων:
Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία;

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα
που την κεντρίζει
το σπέρμα του κορμιού καθώς τ' αλάτι.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι·
εκείνο το σπίτι περιμένει
μ' ένα γαλάζιο καπνό
μ' ένα σκυλί γερασμένο
περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.
Μα πρέπει να μ' ορμηνέψουν οι πεθαμένοι·
είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.
Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
Ή, δεν τους βλέπεις;
– «Βοηθήστε μας!» –
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.



6. ESTRATIS EL MARINERO ENTRE LOS AGAPANTOS


No hay asfódelos, ni violetas, ni jacintos
¿Cómo hablar con los muertos?
Los muertos sólo saben el lenguaje de las flores,
Por eso callan,
Viajan y guardan silencio, soportan y callan
Más allá del dominio de los sueños, más allá del dominio de los sueños.
Si me pongo a cantar acabaré gritando
Y si grito
Los agapantos me mandarán callar
Alzando una diminuta mano azul de niño árabe
O incluso la pata de una oca en el aire.

Es penoso y difícil. No me basta con los vivos;
Primero, porque no hablan y luego
Porque he de preguntar a los muertos
Si quiero avanzar más.
De otro modo es imposible, apenas me toma el sueño
Los compañeros cortan el cordón de plata
Y la redoma de los vientos se vacía,
La lleno y se vacía, la lleno y se vacía.
Me despierto
Como un pez de colores nadando
Entre las oscilaciones del relámpago.
El viento, el aguacero, los cuerpos humanos,
Los agapantos clavados como flechas del destino
En la tierra sedienta
Estremecidos por gestos espasmódicos
Parecen ir cargados en una decrépita carreta
Sacudida por caminos de antiguos adoquines,
Los agapantos, asfódelos de los negros:
¿Cómo iniciarme en esta religión?

Lo primero que creó Dios es el amor
Viene luego la sangre
Y la sed de sangre
A la que lo seminal del cuerpo
Abrasa como la sal.
Lo primero que creó Dios es el largo viaje:
Aquella casa que aguarda
Con un humo azulado
Con un perro envejecido
En espera del retorno para morir.
Pero necesito que los muertos me enseñen el camino;
Son los agapantos quienes los mantienen en silencio
Como las profundidades del mar o el agua en un vaso.
Y los compañeros se quedan en los palacios de Circe:
«¡Mi querido Elpenor! ¡Elpenor, pobre tonto!»
Oh ¿no los ves?
— « ¡Ayúdanos!».
En la cresta ennegrecida de Psara.



1.  El título en griego pertenece al traductor que lo ha escogido para presentar su selección. Estos poemas que publicamos forman parte de la Antología de Poesía Griega Antigua y Moderna que reúne poemas de poetas épicos y líricos griegos antiguos y poetas modernos seleccionados y traducidos para una edición bilingüe, con estudio preliminar, notas del aparato erudito y bibliografía de Luis Alberto Vittor, aun en preparación. Para la edición presente, hemos quitado las notas y referencias bibliográficas, dejando los textos originales en griego.
Entrada más reciente Entrada antigua Inicio

1 comentario:

  1. Estimado Luis Alberto.
    Te agradezco y felicito por este aporte a una poesía tan hermosa y tan profunda.
    Con mucha dificultad he lidiado con la poesía de Ritsos y Elitis por lo que puedo apreciar la magnitud de tu aporte.

    ResponderEliminar